- κατηγορίων
- κατηγορέωspeak againstpres part act masc nom sg (doric)κατηγορέωspeak againstpres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηγοριῶν — κατηγορία accusation fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
δικαίωμα — Ο όρος δ. έχει γενική έννοια και εκφράζει κάθε εξουσία ή προνόμιο, καθώς επίσης και κάθε ευχέρεια που αναγνωρίζουν οι νόμοι (θετικό δίκαιο) ή τα έθιμα σε ένα πρόσωπο. Παράλληλα, αναφέρεται και στη δυνατότητα που έχουν τα άτομα να διεκδικήσουν… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… … Dictionary of Greek
υγειονομικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υγειονομία 2. φρ. α) «υγειονομικές επιτροπές» ή «υγειονομικά συμβούλια» υγειονομικές υπηρεσίες που εξετάζουν περιοδικά την υγιεινή κατάσταση διαφόρων κατηγοριών πολιτών, όπως λ.χ. τών στρατιωτικών β)… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Κιρεγέφσκι, Ιβάν Βασίλιεβιτς — (Ivan Vasilyevich Kireyevsky, Μόσχα 1806 – Αγία Πετρούπολη 1856). Ρώσος στοχαστής. Καταγόταν από παλιά οικογένεια ευγενών και έλαβε επιμελημένη μόρφωση, την οποία συμπλήρωσε στη Μόσχα και στη συνέχεια στη δυτική Ευρώπη. Αρχικά υπήρξε ένθερμος… … Dictionary of Greek
Kategorien — Erste Seite der Kategorien in der Ausgabe von Immanuel Bekker (1834) Die Kategorien (altgriechisch περὶ τῶν κατηγορίων, lateinisch Categoriae) sind eine Schrift des Philosophen Aristoteles. In ihr nimmt … Deutsch Wikipedia